πέταχνον

πέταχνον
και πέτακνον και πέδαχνον, τὸ, Α
πλατύ, ρηχό ποτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πετα- τού πετάννυμι «εκτείνω, απλώνω» + επίθημα -χν-ον κατά τα κυλί-χν-η, πελί-χν-η].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πέταχνον — broad flat cup neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετάχνῳ — πέταχνον broad flat cup neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεταχνούμαι — όομαι, Α [πέταχνον] πίνω με πέταχνον, πίνω πάρα πολύ …   Dictionary of Greek

  • ολβάχιον — ὀλβάχιον και ὀλβάχνιον και ὄλεχον, τό, και ὀλβακήϊα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πλεονάζουσι δὲ τὸ β Συρακούσιοι ὡς ἐπὶ τοῡ ὀλβάχνιον, ὀλάχνιον γάρ ἐστι τὸ ἀπαθὲς τὸ τὰς οὐλὰς ἔχον σημαίνει δὲ τὸ κανοῡν (κάνιστρον) ἐν ᾧ ἀπετίθεντο τὰς οὐλάς». [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • πέδαχνον — τὸ, Α βλ. πέταχνον …   Dictionary of Greek

  • πέτακνον — τὸ, Α βλ. πέταχνον …   Dictionary of Greek

  • πελάχνη — Α (κατά τον Ησύχ.) «τρύβλιον ἐκπέταλον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το πέταχνον «μεγάλη κούπα, ποτήρι» (< πετάννυμι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”